Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

Διαγωνισμός μαθητικού Δοκιμίου: Ένας απολογισμός μιας ταλαιπωρίας

Τη Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου όλοι οι τελειόφοιτοι μαθητές θα «διαγωνισθούν» στη συγγραφή δοκιμίου για το διαγωνισμό της Ελληνικής Πρεσβείας. Το γενικό θέμα λοιπόν του διαγωνισμού είναι: «Η ειρήνη, η συνεργασία και η πρόοδος ανθρώπων και λαών και ο ρόλος του ελληνισμού». Σε αυτό το κειμένο θα καταθέσω κάποιες επιλογικές σκέψεις.

Προσωπικά απέτυχα να προσεγγίσω αποτελεσματικά το θέμα. Ένιωθα αδυναμία να διεξέλθω το ζήτημα διαχρονικά και παγκόσμια. Έτσι περιορίστηκα σε κάποιες αποσπασματικές προσεγγίσεις χωρίς να είμαι και σίγουρος αν υποβοηθούνταν οι μαθητές ή και το αντίθετο.
Ένα θετικό που διαπίστωσα είναι πως οι μαθητές αντιμετωπίζουν ορθολογιστικά το θέμα της ειρήνης. Δηλαδή θεωρούν αυτονόητο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων στον πλανήτη προτιμούν την ειρήνη αντί τον πόλεμο. Όμως ο προβληματισμός του είναι γιατί ενώ όλοι ή πιο πολλοί προτιμούν την ειρήνη, τελικά γίνονται πόλεμοι;
Η απάντησή τους είναι πως για να υπάρξει ειρήνη στον πραγματικό κόσμο, απαιτούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αναφέρουν ποικίλα παραδείγματα που συμπυκνώνονται στις έννοιες ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη. Ή αυτό που έγραψε σε ένα κείμενο της στον ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ (19/1/2008 ) η βουλευτής του ΑΚΕΛ Σκεύη Κοκουμά: «Δεν γίνεται ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη».
Την ειρηνική κουλτούρα γενικά ως αφηρημένη έννοια την αποδέχονται. Όμως όταν την μεταφέρουν στον υπαρκτό κόσμο, τότε επαναφέρουν τις προϋποθέσεις για την ειρηνική συμβίωση ανθρώπων και λαών. Η λογική τους δεν τους επιτρέπει να θεωρήσουν την ειρήνη ως ιδεολογία. Δηλαδή οι μαθητές δεν υιοθετούν μια δεδομένη θετική στάση απέναντι στο θέμα της ειρήνης αλλά υπό προϋποθέσεις.
Σε σχέση με την ειρηνική συμβίωση των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Σχεδόν όλοι οι μαθητές έχουν άποψη που ομολογούν ότι έχει διαμορφωθεί κυρίως από την οικογένεια και δευτερευόντως από την παρέα. Και εδώ μπαίνει ένα μεγάλο ζητήμα γι αυτούς που επενδύουν στο ρόλο του σχολείου υπερτονίζοντας το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει. Η παράδοση στην Κύπρο που φέρει την ταυτότητα να διαμορφώνεται εκτός σχολείου/κρατικού θεσμού συνεχίζεται και στις μέρες μας. Έστω και αν κάποιοι επιστημόνες διακηρύττουν και κάποιοι πιστεύουν ότι στην Κύπρο συνέβαινε το αντίστοιχο με τη δύση, δηλαδή ότι η εκπαίδευση διαμόρφωνε την εθνική ταυτότητα των Κυπρίων. Μια θέση που δε στηρίζεται σε κανένα απολύτως επιστημονικό κριτήριο. Απλώς επειδή συνέβαινε στη δύση, θα πρέπει να συνέβαινε και στην Κύπρο!!!
Γενικά το θέμα ταλαιπώρησε αφάνταστα και εκπαιδευτικούς και μαθητές. Το «μαρτύριο» των μαθητών θα λάβει τέλος τη Δευτέρα. Και η απορία μιας μαθήτριας σφηνώθηκε στο μυαλό μου: « Γιατί τα συζητάμε, αφού όλοι τα ξέρουν και τίποτε δε γίνεται;» Σιγά –σιγά στοιβάζεται η ματαιότητα στις συνειδήσεις κάποιων μαθητών και όταν το ποτήρι θα ξεχειλίσει, όλοι θα διερωτώμαστε γιατί. Και τότε θα εκκινούμε με βαθυστόχαστες αναλύσεις , αλλά δε θα τολμήσουμε να φτύσουμε τον εαυτό μας.

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Ο Υπουργός Παιδείας, ο κ. Ταλάτ και "η χαμένη ιστορική αλήθεια"


Η σύγκρουση για την εγκύκλιο του Υπουργού Παιδείας για το Μακάριο συνεχίζεται με την εμπλοκή ατόμων και οργανωμένων συνόλων. Η αγωνία των συγκρουόμενων είναι –υποτίθεται -η ιστορική αλήθεια. Φυσικά κανένας δεν νοιάζεται για την ιστορική αλήθεια αλλά προσπαθεί με τη χρήση της ιστορίας να αποκτήσει πλεονεκτήματα – υπαρκτά ή φανταστικά – για τον εαυτό του ή το κόμμα του. Γι αυτό και στα πλαίσια μιας απρόσφορης για τις περιστάσεις προσέγγισης θεώρησα καλό να διευρύνω αυθαίρετα τον κύκλο των συζητητών με την προσθήκη του κ. Ταλάτ.

Τι υποστήριξε λοιπόν ο Υπουργός Παιδείας στην εγκύκλιό του για το Μακάριο;

«Στα 17 χρόνια της προεδρίας του η Κύπρος κατάφερε να ευημερήσει και να κατακτήσει τη δική της θέση στον κόσμο ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Ταυτόχρονα, πέρασε μέσα από αιματηρές περιπέτειες και διακοινοτικές συγκρούσεις, τις οποίες προκάλεσαν παράνομες και εξτρεμιστικές ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές οργανώσεις, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στην τραγωδία του 1974,...»

Ο Υπουργός θεωρεί λοιπόν ότι η αιτία των γεγονότων του 1974 ήταν οι «παράνομες και εξτρεμιστικές ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές οργανώσεις».

Από την άλλη ο Ταλάτ αξιολογώντας τη μέχρι σήμερα πορεία των διαπραγματεύσεων για το θέμα της διακυβέρνησης , υποστήριξε –σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου στις 24/1/2009 – ότι: «Αν με ρωτάτε αυτό ήταν το πιο σημαντικό θέμα στις διαπραγματεύσεις καθώς αυτό το ζήτημα υπήρξε η αιτία της δημιουργίας του κυπριακού και η αιτία της σύγκρουσης».

Ο κ. Ταλάτ θεωρεί ως αιτία της σύγκρουσης το σύστημα διακυβέρνησης, δηλαδή το πολιτικό σύστημα και την εξουσία. Δηλαδή εντοπίζει το πρόβλημα στους φορείς της εξουσίας του κράτους.

Η διαφορά στην προσέγγιση των δύο είναι χαώδης. Ο Ταλάτ θεωρεί ως αιτία τους φορείς της νομιμότητας ενώ ο Υπουργός Παιδείας τους φορείς της παρανομίας. Ο ένας επικεντρώνεται στο κράτος και ο άλλος στο παρακράτος!!!

Μια ορθολογιστική προσέγγιση της πραγματικότητας θα ήταν να υπάρξει ένας γόνιμος και νηφάλιος διάλογος με στόχο την αυτογνωσία όλων. Εννοώ να τεθούν πάνω στο τραπέζι όλες οι απόψεις και Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Αυτός ο διάλογος προϋποθέτει ότι η ιστορία δε θα γίνει αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης. Σε μια τέτοια περίπτωση ο διάλογος είναι άνευ αντικειμένου γιατί στόχος θα είναι η ικανοποίηση του κομματικού συμφέροντος. Δηλαδή η ιστορία να εξυπηρετεί τα κομματικά συμφέροντα, όπως κατανοούνται στην τωρινή συγκυρία.

Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο γιατί μεθοδευμένα η ιστορία χρησιμοποιείται για κομματικούς σκοπούς από τα ελληνοκυπριακά κόμματα. Τα κόμματα μη έχοντας να προβάλουν προτάσεις για το παρόν, καταφεύγουν στο παρελθόν για να αντλήσουν κομματική πελατεία. Και καλλιεργούν ένα κλίμα φανατισμού με στόχο να διχάσουν τους πολίτες και να περιχαρακώσουν ψήφους. Η ιστορική αλήθεια ουδόλως τους ενδιαφέρει αλλά επικεντρώνονται στην εκμετάλλευση της ιστορίας για ιστορική δικαίωση και ιδεολογική περιχαράκωση των πολιτών όχι στη βάση των αναγκών του παρόντος αλλά της εσκεμμένης "ανάγνωσης και ερμηνείας" του παρελθόντος.

Σε ένα κλίμα φανατισμού και πόλωσης εκ των άνω και απόπειρας εκφασισμού της κοινωνίας στη λογική του μαύρου – άσπρου, ο διάλογος είναι αδύνατος.

Και ο μεν Υπουργός Παιδείας μπορεί να αποστέλλει εγκυκλίους που να ερμηνεύουν την πραγματικότητα κατά τρόπο επωφελή για το ΑΚΕΛ στο παρόν – το ΑΚΕΛ δε συμμετείχε σε παράνομες οργανώσεις – αλλά αν θέλεις να αναζητήσεις την ιστορική πραγματικότητα η θέση του κ. Ταλάτ είναι πιο επωφελής για όλους, ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους.

Και αν πράγματι κάποιοι ενδιαφέρονται για την ιστορική αλήθεια για τα γεγονότα της περιόδου 1960-1974, τότε ας αρχίσουμε με μια παραδοχή.Η «φυλετική ετερογένεια» ή το «μη ομόφυλον», όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης, δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκη αιτία συγκρούσεων. Αιτία συγκρούσεων γίνεται η εθνοτική διαφορά από τη στιγμή που δε φθάνεις σε κοινότητα προσδοκιών. Το 1959 -1960 η κοινότητα των προσδοκιών – καλώς ή κακώς – εκφράστηκε μέσα από το Σύνταγμα που κατέγραφε στο δεδομένο χρόνο, με βάση τους συσχετισμούς δύναμης και συμφερόντων, μια κοινότητα προσδοκιών τουλάχιστον για τα «άρχοντα στρώματα». Πώς φθάσαμε στο 1974;

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

Το μήνυμα του Υπουργού Παιδείας για το Μακάριο: σχολικές τελετουργίες και υπουργικές αστοχίες

Στα σχολεία της Κύπρου συνηθίζεται στις επετειακές εκδηλώσεις να διαβάζεται ένα μήνυμα που αποστέλλει ο Υπουργός Παιδείας. Το μήνυμα αποτελεί μέρος της σχολικής ρουτίνας και δεν ενέχει κάποια ιδιαίτερη σημασία για τους μαθητές ή τους εκπαιδευτικούς. Στην όλη σχολική τελετουργία το μήνυμα θα περνούσε τελείως απαρατήρητο, αν δεν ήταν αναγκασμένος να το διαβάσει φωναχτά κάποιος βοηθός διευθυντής. Γι αυτόν που το διαβάζει εκπροσωπώντας τον Υπουργό, αποκτά μια βαρύνουσα σημασία. Με ύφος σοβαρό ο ομιλών , ύφος που συνάδει με το αξίωμα του συντάκτη του μηνύματος, προσπαθεί απεγνωσμένα να προσδώσει κύρος και στον εαυτό του και στο μήνυμα σε ώτα μη ακουόντων. Οι ακροατές υπάρχουν πάντοτε στο τέλος του μηνύματος, όταν ο ομιλών αναφωνεί: «Αντρέας Δημητρίου, Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού». Με το άκουσμα του ονόματος του Υπουργού – σημάδι ότι έλαβε τέλος το μήνυμα –το ακροατήριο ξεσπά σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα και επιφωνήματα!!! Έτσι γίνεται πάντοτε. Μπορεί να μην ακούει κανείς, αλλά το ξέσπασμα στο τέλος είναι πηγαίο από τους μαθητές. Δεν έχω κατανοήσει επακριβώς τι υποδηλώνει αυτό το τελικό ξέσπασμα των μαθητών.Ίσως ξεγεύγουν από την απραξία του παθητικού ακροατή, ίσως κοροϊδεύουν τις ανούσιες τελετουργίες, ίσως και να μη σημαίνει κάτι, απλώς είναι μια συνήθεια.
Το μήνυμα λοιπόν του Υπουργού Παιδείας για το Μακάριο πήρε μια άλλη διάσταση όχι στα σχολεία, αλλά στους κύκλους της εξουσίας και των ποικίλων οργανώσεων.
Το σημείο αιχμής ήταν η εξής αναφορά του Υπουργού: «Στα 17 χρόνια της προεδρίας του η Κύπρος κατάφερε να ευημερήσει και να κατακτήσει τη δική της θέση στον κόσμο ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Ταυτόχρονα, πέρασε μέσα από αιματηρές περιπέτειες και διακοινοτικές συγκρούσεις, τις οποίες προκάλεσαν παράνομες και εξτρεμιστικές ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές οργανώσεις, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στην τραγωδία του 1974,...»
Πολιτικοί λοιπόν, κόμματα και οργανώσεις αντέδρασαν έντονα σε αυτή την αναφορά προβάλλοντας ποικίλα επιχειρήματα. Η ουσία είναι ότι η αναφορά αυτή είναι άστοχη. Κατ΄ανάγκη το μήνυμα είναι γενικό ,αλλά πρέπει να είναι σαφές. Σε κάθε περίπτωση τα γεγονοτα του 1974 δεν είναι αποτέλεσμα της δράσης μόνο των «παράνομων και εξτρεμιστικών ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών οργανώσεων».
Δε θα σχολιάσω αυτή την άστοχη αναφορά. Θα αναφερτώ και σε μια άλλη αστοχία του μηνύματος που πέρασε απαρατήρητη: «Στα 1960, με την ανακήρυξη της κυπριακής ανεξαρτησίας, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ εκλέγεται ως ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας». Αυτή η αναφορά συνιστά διαστρέβλωση της ιστορίας γιατί είναι γνωστό ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκλέγηκε ως «Πρόεδρος» στις 13 Δεκεμβρίου 1959, δηλαδή κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας!!! Η λεγόμενη μεταβατική περίοδος - από τις συμφωνίες του Λονδίνου ως την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας – είναι από τις πιο σημαντικές της σύγχρονης ιστορίας: υπήρξαν πρωτοφανείς μεθοδεύσεις, απαράδεκτοι αποκλεισμοί, έντονες συγκρούσεις των πολιτικών δυνάμεων. Σε μια περίοδο 18 μηνών εξυφάνθηκαν τόσα πολλά που άφησαν το στίγμα τους στο μετέπειτα κυπριακό κράτος. Το ζήτημα της συγκρότησης της εξουσίας σε ένα επίπεδο μεθοδεύσεων, συναλλαγής και παρασκηνίου με στόχο την ιδιοποίησή της ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της μεταβατικής περιόδου. Και κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, η μεταβατική επιτροπή εντελώς αυθαίρετα απέκτησε Υπουργούς και στις 13 Δεκεμβρίου και Πρόεδρο.
Αυτή η αποσιωπημένη περίοδος δημιούργησε αργότερα και συνταγματικό πρόβλημα. Ο Κρ. Τορναρίτης αναφέρει: «...γι αυτό με το άρθρο 195 του Συντάγματος λαμβάνεται πρόνοια ότι οι ήδη εκλεγέντες ως Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και πριν την εγκατάστασιν αυτών σύμφωνα με το Σύνταγμα, είχαν εξουσία εξουσία να συνομολογήσουν και υπογράψουν τις εν λόγω συνθήκες...»
Ποιο είναι το θετικό από όλη αυτή την ανακατωσούρα; Το γεγονός ότι ο Υπουργός κατέθεσε ένα προβληματισμό για τη χρησιμότητα αυτών των μηνυμάτων.Φυσικά μέχρι τώρα έχει αποστείλει αρκετά μηνύματα. Αλλά έστω και καθυστερήμενα, είναι κάτι γόνιμο. Το σήριαλ ο πομπός να στέλλει μήνυμα χωρίς αποδέκτες, έχει ξεφτυλιστεί τελείως.Και αυτός ο γόνιμος προβληματισμός πρέπει να επεκταθεί και να συμπεριλάβει και όλες τις σχολικές τελετουργίες . Αν κάποτε είχαν για τους νέους κάποιο νόημα, σήμερα δε λένε κάτι στη σημερινή γενιά. Από την άλλη φυσικά, αν συντηρηθεί αυτός ο αποτυχημένος τρόπος εθνικής ή ιδεολογικής χειραγώγησης των νέων, είναι καλό για τους νέους: οι νέοι δε χειραγωγούνται εθνικά ή ιδεολογικά και η εξουσία δεν επιτυγχάνει τους στόχους της!!!
Ας αντικρύσουμε λοιπόν θετικά τις τελετουργίες στα σχολεία: άλλοι θα έχουν την ψευδαίσθηση της διαφύλαξης των ιερών και των οσίων του γένους, άλλοι θα επιχαίρονται για την προώθηση της δικής τους ιδεολογικής προσέγγισης στα σχολεία και οι μάθητες θα χαίρονται με την απώλεια μαθημάτων. Έτσι δικαιώνεται το νεοφιλελεύθερο δόγμα: όλοι κερδίζουν!!!

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

Διαγωνισμός Μαθητικού Δοκιμίου: Γνώση και προπαγάνδα

Σε συνέχεια του προηγούμενου κειμένου που έχω αναρτήσει , σε αυτό την ανάρτηση θα επικεντρωθώ όχι στις λειτουργικές αδυναμίες του διαγωνισμού μαθητικού δοκιμίου της Ελληνικής Πρεσβείας αλλά στις νοηματικές δυσκολίες προσέγγισης του θέματος.
Το γενικό θέμα λοιπόν του διαγωνισμού είναι: «Η ειρήνη, η συνεργασία και η πρόοδος ανθρώπων και λαών και ο ρόλος του ελληνισμού».
Μέσα από τις οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας διαφαίνεται μια αφελής προσέγγιση της πραγματικότητας τόσο της βιούμενης όσο και της ιστορικής. Δηλαδή οι συντάκτες των οδηγιών θεωρούν ότι η έννοια της ειρήνης συνδέεται με τη δημοκρατία, την ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη και την πρόοδο. Δηλαδή πήραν όλες τις έννοιες που στη συνείδηση των ανθρώπων έχουν ένα θετικό περιεχόμενο και τις συνέδεσαν με την ειρήνη!!! Στόχος τους ομολογημένος είναι «η καλλιέργεια θετικής στάσης απέναντι στην πολυδιάστατη αξία των αγαθών της ειρήνης και της συνεργασίας».
Βασικά αυτό που ζητά το Υπουργείο από εκπαιδευτικούς και μαθητές είναι να ενταχθούν στη δική του λογική και να υμνολογούν ασυστόλως την ειρήνη και τη συνεργασία .Έτσι συμβάλλουν στην πρόοδο ανθρώπων και λαών!!! Αυτή η προσέγγιση είναι μια φτηνή προπαγάνδα. Γιατί;
Γιατί η ιστορία και η επιστήμη δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Δηλαδή η γνώση δεν είναι υποβοηθητικός παράγοντας για να επιβεβαιώσει τις αντιλήψεις των συντακτών της εγκυκλίου του Υπουργείου Παιδείας.
Για παράδειγμα η έννοια της ειρήνης δεν είναι «ένα λεκτικό πασπαρτού» που θεραπεύει «πάσαν νόσον». Η έννοια της ειρήνης είναι λέξη κενή αν αποσυνδεθεί από την ιστορική και τη βιούμενη πραγματικότητα. Η χρήση της ειρήνης σε κάθε εποχή και για διαφορετικούς ανθρώπους αποκτά ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Και σήμερα πολλοί επιστήμονες (Π. Κονδύλης, E. Hobsawn , κ.α.) προσπαθούν να ορίσουν το περιεχόμενό της στην τωρινή συγκυρία. Επομένως όταν οι φορείς της κρατικής εξουσίας ζητούν από τους μαθητές και εκπαιδευτικούς να υμνολογούν την ειρήνη, αυτό υποδηλώνει πως έχουν αποσαφηνίσει το περιεχόμενό της στη σημερινή εποχή , πέρα από κενολογίες. Φυσικά τίποτε δεν έχουν αποσαφηνίσει και απλώς συνθηματολογούν με την ελπίδα το μυαλό-άδειο δοχείο των εμπλεκομένων να γεμίσει με « την ακτινοβόλο λαμπρότητα της μεγαλοπρεπούς ειρήνης»!!!
Για τεκμηριώση της θέσης μου ότι λειτουργούν προπαγανδιστικά επικαλούμαι την δική τους εγκύκλιο. Αναφέρει λοιπόν ότι στα πλαίσια της «ιστορικής αναζήτησης του θέματος» να προσεγγιστεί και η θεματική ενότητα «Η στένη σύνδεση της ειρήνης και της συνεργασίας με το δημοκρατικό πολίτευμα».

Ποια σύνδεση υπάρχει ανάμεσα στη δημοκρατία και την ειρήνη ; Υπάρχει κάποιο τεκμήριο που επιβεβαιώνει ότι οι δημοκρατίες είτε με το αρχαιοελληνικό περιεχόμενο είτε με το νεοτερικό είναι ειρηνόφιλες;
Φυσικά οι αρχαιοελληνικές δημοκρατίες ποτέ δεν καυχήθηκαν για την ειρηνοφιλία τους και να την παρουσιάσουν ως το διακριτικό τους γνώρισμα απέναντι στις δεσποτείες, στις ολιγαρχίες ή τις τυραννίες.
Παρακάμπτοντας τους πολέμους και τις στάσεις που ταλάνιζαν τις δημοκρατίες εκείνα τα χρόνια, θα επικαλεστώ το Θουκυδίδη (Β΄61), όπου ο Περικλής υποστηρίζει: «Όσοι έχουν τη δυνατότητα της επιλογής ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη, είναι πολύ ανόητοι να προτιμήσουν τον πόλεμο, αν κατά τα άλλα ευτυχούν.Αν όμως ήταν ανάγκη ή υποχωρώντας να υποταχθούν στους άλλους ή αφού ριψοκινδυνεύσουν να επικρατήσουν, πολύ πιο αξιοκατάκριτος είναι όποιος αποφεύγει τον κίνδυνο».
Τότε οι πολιτικοί δεν ήταν αφελείς και αντίκρυζαν την πραγματικότητα την οποία δεν απέκρυβαν από τους πολίτες επιλέγοντας να συνθηματολογούν και να κενολογούν. Ο πόλεμος λοιπόν δικαιολογείται όταν απειλείται ένα αγαθό πολυτιμότερο (η ελευθερία ) από τις απώλειες που μπορεί να επιφέρει ο πόλεμος.
Αυτή η αντιλήψη του Περικλή επαναλαμβάνεται (Θουκυδίδης Β΄ 43,4 ): «Θεωρώντας πως ευτυχία θα πει ελευθερία κι ελευθερία γενναιότητα, μη δειλιάζετε εμπρός στους κινδύνους του πολέμου».
Συμπερασματικά υποστηρίζω ότι στις αρχαιολληνικές δημοκρατίες ίσχυε το αυτονόητο που ισχύει σε κάθε εποχή, δηλαδή είναι ανόητος όποιος προτιμά τον πόλεμο από την ειρήνη με τη προϋπόθεση ότι οι απώλειες είναι λιγότερες από αυτές που θα επιφέρει η επιλογή του πολέμου. Αυτή η προσέγγιση δεν αφορά όμως μόνο τη δημοκρατία. Ειδικά για το δημοκρατικό πολίτευμα που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την ελευθερία, η υπέρτατη αξία είναι η ελευθερία το πολίτη. Για την προάσπισή της δικαιολογείται ο πόλεμος.
Την ίδια αντίληψη εκφράζει και ο ιστορικός Πολύβιος ( 3ος π.Χ. αιώνας ) ο οποίος αναφέρει: «Παραδέχομαι πως ο πόλεμος είναι φοβερός, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπομένουμε τα πάντα για να τον αποφύγουμε. Αλλιώς, τι κομπάζουμε για το της ελευθερίας όνομα πάντες, αν τίποτε δεν αξίζει περισσότερο από την ειρήνη;» Φυσικά είναι η εποχή της ρωμαϊκής ειρήνης.

Σε κάθε περίπτωση αυτή η σύνδεση δημοκρατίας και ειρήνης είναι πρόσφατη και ειδικότερα μια φιλελεύθερη και οικονομίστικη αντίληψη της πραγματικότητας. Και εδράζεται στην χιλιοειπωμένη αντίληψη του φιλελευθερισμού ότι το εμπόριο θα αντικαταστήσει τον πόλεμο.

Τι θέλω να πω; Δεν είναι αποδεκτό σε μια μεταβατική περίοδο της ιστορίας οι έννοιες να συγχύζονται και να γίνονται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Αναμφίβολα « κανένας δεν είναι τόσο ανόητος που να προτιμάει τον πόλεμο από την ειρήνη». Το σχολείο όμως δεν θα πρέπει να προπαγανδίζει το αυτονόητο. Το σχολείο θα πρέπει να βοηθά το μαθητή να κατανοήσει και την ιστορική και τη βιούμενη πραγματικότητα και να κάνει ο ίδιος τις πιο σωστές επιλογές για ένα καλύτερο μέλλον του ιδίου, της κοινωνίας που ζει και του κόσμου. Χωρίς να προκαλούμε σύγχυση ανάμεσα στο υπαρκτό και το προσδοκώμενο με ανεδαφικές προσεγγίσεις.

Και είναι φτηνή προπαγάνδα στο σχολείο να καλλιεργούμε τον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό και να υμνολογούμε τη συνεργασία!!! Και είναι ανόητο να μιλάμε για πρόοδο, αν δεν ορίσουμε την έννοια!!! Και είναι ανιστόρητο να θεωρεί κάποιος ότι η ειρήνη συνδέεται με την πρόοδο αποσυνδέοντάς την από την ιστορική ή τη βιούμενη πραγματικότητα. Και αν οι δυνατοί και οι καλοταϊσμένοι του κόσμου ευλογούν την ειρήνη για να μπορούν να απολαμβάνουν ανενόχλητοι τα αγαθά που έχουν αποκτήσει, σε αυτό τον κόσμο, υπάρχουν και αδύνατοι και πεινασμένοι που δεν επιθυμούν να «απολαμβάνουν ειρηνικά» τη σκλαβιά τους ή την πείνα τους. Σε κάθε περίπτωση η πρόοδος του ανθρώπου συνδέεται με τους αγώνες του για ελευθερία και ισότητα στο ατομικό , κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό επίπεδο και όχι με την ειρήνη.
Τι κάνουμε λοιπόν στο σχολείο; Πέρα από ανούσιες εκθέσεις ιδεών περί των αγαθών της ειρήνης και των κακών του πολέμου μια πιο ορθολογιστική προσέγγιση είναι η αναφορά του Παντίτ Νεχρού: «Η ειρήνη θα ρθεί μόνον τότε, όταν οι αιτίες που προκαλούν τον πόλεμο κατανικηθούν.Όσο θα διαρκεί η κυριαρχία μιας χώρα πάνω σε άλλη ή η εκμετάλλευση μιας τάξης από μια άλλη, αδιάκοπα θα γίνονται προσπάθειες για την ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης. Ποτέ η ειρήνη δεν μπορεί να ρθει απ΄ τον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό».

Σχολείο της γνώσης και του νοήματος ή της κενολογίας και της φτηνής προπαγάνδας; Είναι και αυτό ένα ζητούμενο, εκτός φυσικά των πλαισίων της λεγόμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και απο – ρύθμισης.

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

Διαγωνισμός μαθητικού δοκιμίου ή διαγωνισμός αμοιβαίας εξαπάτησης;

Κάθε χρόνο οι μαθητές της Γ ΄ Λυκείου συμμετέχουν υποχρεωτικά σε ένα διαγωνισμό μαθητικού δοκιμίου της Ελληνικής Πρεσβείας. Το γενικό θέμα του διαγωνισμού φέτος, σύμφωνα με εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας, είναι «Η ειρήνη, η συνεργασία και η πρόοδος ανθρώπων και λαών και ο ρόλος του ελληνισμού».
Το πιο πάνω θέμα , σύμφωνα με την εγκύκλιο του Υπουργείου, μπορεί να αντικρυστεί στη βάση τεσσάρων πτυχών και είκοσι θεματικών ενοτήτων!!!
Και δεδομένου ότι η συμμετοχή των μαθητών στο διαγωνισμό είναι υποχρεωτική, υποτίθεται ότι οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να προετοιμάσουν τους μαθητές.
Φυσικά εδώ δημιουργούνται κάποιες απορίες:
- Για την επαρκή προετοιμασία των μαθητών, απαιτείται χρόνος. Και ο χρόνος που παραχωρείται είναι μόνο δύο διδακτικές περίοδοι. Γι αυτό-όπως εξάλλου γίνεται κάθε χρόνο- η πλειοψηφία των μαθητών ουσιαστικά δεν κατορθώνουν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του διαγωνισμού. Δηλαδή αποτυγχάνουν παταγωδώς.
- Μαζί με τους μαθητές αποτυγχάνουμε παταγωδώς και οι εκπαιδευτικοί. Όχι μόνο γιατί δεν έχουμε χρόνο για να προετοιμάσουμε τους μαθητές, αλλά και γιατί το θέμα του διαγωνισμού και οι πτυχές του είναι τις πιο πολλές φορές ακατανόητα ή μη προσπελάσιμα και για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς.

Τι γίνεται στην πράξη;
Οι εκπαιδευτικοί με κάθε σοβαρότητα προσποιούνται ότι προετοιμάζουν τους μαθητές και οι μαθητές προσποιούνται ότι προετοιμάζονται . Βασικά θεμελιώνεται μια διαδικασία αλληλοεξαπάτησης!!!
Τελικά βρίσκεται μια έκθεση από κάθε σχολείο και αποστέλλεται στο Υπουργείο για την τελική επιλογή. Βραβεύονται οι καλύτερες και θεωρείται ότι οι στόχοι του διαγωνισμού εχουν επιτευχθεί.
Πίσω από τις τελετές και τις βραβεύσεις υπάρχει η γελοιοποίηση κάθε έννοιας εκπαίδευσης και παιδαγωγικής. Συντηρείται όμως ο διαγωνισμός γιατί ίσως προέχει η τέρψη των πρεσβευτών ή των γραφειοκρατών.
Τις προσεχείς βδομάδες λοιπόν οι φωτοτυπικές μηχανές στα σχολεία θα πάρουν φωτιά. Τα πάντα φωτοτυπούνται: εγκύκλιοι, σημειώσεις, δοκιμία, αναλύσεις, προσεγγίσεις και άλλα πολλά.Το θέμα μετατρέπεται σε ποσοτικό: καλός εκπαιδευτικός είναι αυτός που θα δώσει τις πιο πολλές φωτοτυπίες στους μαθητές!!!
Η αδυναμία των εκπαιδευτικών να προετοιμάσουν τους μαθητές και όχι κατ΄ανάγκη με δική τους ευθύνη, μετατρέπεται σε δύναμη παραχώρησης φυλλάδιων. Έτσι στις δοσμένες συνθήκες οι καθηγητές βρίσκουν άλλοθι: «εγώ τους τα έδωσα. Σαν διάβαζαν. Τι να κάμω; Να μπω μες στο μυαλό τους;»
Με αυτή τη γελοία διαδικασία, αυτός που την πληρώνει κάθε χρόνο είναι ο τελευταίος στην ιεραρχία: ο μαθητής.
Αυτός που για χάρη του – υποτίθεται- γίνονται όλα!!!
Όσο για τις αντιδράσεις μέσα στα σχολεία είναι ποικίλες.Κάποιοι μαθητές, είναι αλήθεια λίγοι, ονειρεύονται βραβεία. Κάποιοι μαθητές το θεωρούν ταλαιπωρία, αλλά την ανέχονται γιατί μπορεί να τους βοηθήσει στις τελικές εξετάσεις. Κάποιοι διαμαρτύρονται γιατί λένε πως δε γίνεται υποχρεωτική συμμετοχή σε διαγωνισμό και κάποιοι αδιαφορούν κανονικά.
Ανάμέσα δε στους εκπαιδευτικούς, κάποιοι έχουν την κρυφή ελπίδα να βραβευτεί κάποιος μαθητής τους και να «δοξαστούν», κάποιοι αναπαράγουν αυτούσια αυτά που ζητά η εξουσία και θεωρούν ότι επιτελούν το υψηλό τους χρέος, κάποιοι αναφωνούν «πάλι αυτές οι ανοησίες» και κάποιοι αδιαφορούν κανονικά.
Το καλό είναι ότι κάθε χρόνο ο διαγωνισμός ολοκληρώνεται χωρίς ούτε ένα νεκρό!!! Προς δόξα της ειρήνης, της συνεργασίας και της προόδου!!!Και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης βεβαίως.

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

GCE: Πηγαινοέρχονται ή ποιος κοροϊδεύει ποιον

Αφού ταλαιπώρησαν την κοινωνία για πέντε μήνες με το θέμα της εισδοχής υποψηφίων στα κρατικά πανεπιστήμια με κριτήριο το GCE, τώρα το Υπουργείο Παιδείας επανήλθε με νέα πρόταση. Η πρόταση προβλέπει εισδοχή με διεθνείς εξετάσεις σε ποσοστό 3% αποφοίτων ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων.
Ποιοι είναι οι θιασώτες της εισδοχής με διεθνείς εξετάσεις;
Η κυβέρνηση, ο ΔΗΣΥ και τα κρατικά πανεπιστήμια , δηλαδή το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το ΤΕΠΑΚ.
Αυτοί λοιπόν αντί να κενολογούν και να παραπλανούν την κοινωνία με αναφορές για εκσυγχρονισμό, εξευρωπαϊσμό, αυτονομία και άλλες μεγαλόστομες διακηρύξεις, οφείλουν να εξηγήσουν τη θέση τους ώστε η κοινωνία να αντιληφθεί τις προθέσεις τους.
Η πρόταση του Υπουργείου για εισδοχή φοιτητών με διεθνείς εξετάσεις στα κρατικά πανεπιστήμια αποτελεί το πιο ριζοσπαστικό μέτρο το οποίο θα αλλάξει το χάρτη της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή το λύκειο. Και μια τέτοια αλλαγή δεν είναι δυνατόν να περάσει από το παράθυρο με συνοπτικές διαδικασίες. Γιατί αυτό επιχειρείται από την κυβέρνηση.
Η στάση λοιπόν της κυβέρνησης είναι επιεικώς απαράδεκτη.Γιατί;
Πρώτιστα θα πρέπει να ορίσει στην πράξη τη διακήρυξή της για δωδεκάχρονη δημόσια και δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση. Δηλαδή πότε θα τερματίζεται αυτή η δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση: στη Γ΄ Γυμνασίου, στη Γ΄ Λυκείου; Από τα δημοσιεύματα στον τύπο φαίνεται πως ο προσανατολισμός είναι να εξαιρεθεί το λύκειο από τη υποχρεωτική θητεία του μαθητή στη δημόσια εκπαίδευση.
Σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση οφείλει να αποσαφηνίσει ποιος θα είναι ο ρόλος του λυκείου και πώς συνδέεται ή αποσυνδέεται από το σύστημα εισδοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Και τρίτο και εξίσου σημαντικό, σε περίπτωση που υιοθετηθεί ένα σύστημα εισδοχής – και έτσι διαφαίνεται - που καταργεί τη μια και ενιαία εξέταση και εισαχθεί ένα πλουραλιστικό σύστημα εισδοχής στη βάση της ελευθερίας του μαθητή να επιλέγει ο ίδιος όποιο σύστημα εκπαίδευσης ή πιστοποίησης επιθυμεί και με αυτό να μπορεί να εισάγεται στο πανεπιστήμιο, τότε θα πρέπει να κατοχυρωθεί η ίση μεταχείριση όλων των μαθητών.
Η ίση μεταχείριση είναι κομβικό σημείο γιατί το πλουραλιστικό σύστημα εισδοχής στα πανεπιστήμια σημαίνει εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης στο λύκειο αλλά και εμμέσως στις προηγούμενες βαθμίδες της εκπαίδευσης, σημαίνει την ελεύθερη ανάπτυξη μιας εκπαιδευτικής αγοράς με στόχο να καταστεί η Κύπρος «κέντρο παροχής διεθνών υπηρεσιών» - όπως προβλέπει το προεκλογικό πρόγραμμα Χριστόφια – και στον τομέα της εκπαίδευσης.

Στην πράξη τώρα με την πρόταση του Υπουργείου οφελείται το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το ΤΕΠΑΚ αφού διευρύνεται η δεξαμενή από όπου αντλούν «πελάτες», οφελείται η κυβέρνηση αφού ένα μέρος του κόστους της εκπαίδευσης στο λύκειο θα μεταφερθεί στους γονείς, οφελείται το ιδιωτικό κεφάλαιο αφού προσφέρονται νέες επενδυτικές ευκαιρίες.. Και το δημόσιο λύκειο ρίχνεται απροετοίμαστο σε ένα νέο εκπαιδευτικό περιβάλλον με στόχο την αποδόμησή του.

Τελικά ποιο είναι το όραμα της πολυδιαφημιζόμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης; Γιατί είναι τόσο δύσκολο στους κυβερνώντες να υποστηρίξουν τις θέσεις τους μπροστά στη κοινωνία και μηχανεύονται διάφορα για να την παραπλανήσουν;