Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Απορία αφελούς: "γιατί κάποιοι καταράζονται τον εθνικισμό και όχι τον κρατισμό";

Διαβάζω και ακούω συχνά αναθεματισμούς για τον εθνικισμό. Προσπαθώ να κατανοήσω το σκεπτικό όσων έχουν ως προμετωπίδα την αποκήρυξή του. Δυσκολεύομαι. Δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί κάποιοι αποκηρύττουν τον εθνικισμό και όχι τον κρατισμό. Ποια είναι δηλαδή η λογική της επιλογής τους.
Ποιοι αποφάσισαν ή επέλεξαν ότι το πρέπον και το ορθό είναι το ανάθεμα του εθνικισμού ή του σοβινισμού και όχι το ανάθεμα του κρατισμού ή του δεσποτισμού;
Αν το κυρίαρχο μόρφωμα των νεότερων χρόνων είναι το κράτος-έθνος, γιατί σε αυτή την περίοδο της μετάβασης ενοχοποιείται το έθνος και όχι το κράτος; Αυτή είναι η απορία μου.
Γιατί δηλαδή έχουμε νεολαία ενάντια στον εθνικισμό και δεν έχουμε νεολαία ενάντια στον κρατισμό; Γιατί έχουμε αντι-εθνικιστικές εξαρσεις και δεν έχουμε αντι-κρατικές εξάρσεις; Στο κάτω – κάτω της γραφής δεν είναι το κράτος που εξέφραζε το έθνος και το εθνικό συμφέρον; Και ο κάθε αντι-εθνικιστής δεν θα έπρεπε λογικά να καταράζεται και το κράτος τουλάχιστον μαζί με το έθνος;
Πόσες και πόσες απορίες...

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Ο Υπουργός Παιδείας και η νέα (;) εθνοκρατική ελληνικότητα ή η ανέλπιστη συμφωνία με τον Αρχιεπίσκοπο

Ο Υπουργός Παιδείας ως φορέας της εξουσίας του κράτους αποφάσισε να ορίσει το περιεχόμενο της ελληνικότητας, το νέο περιεχόμενο της συλλογικής μας ταυτότητας.
Το ενδιάφερον των πολιτικών είναι φυσικά η κρατική εξουσία. Το έθνος είναι μια κατασκευή, λένε.Έτσι νομιμοποιούνται να το φτιάξουν σύμφωνα με το συμφέρον τους!!! Το κράτος λοιπόν είναι αρμόδιο να ορίσει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ελληνικότητας και όχι η κοινωνία. Και οι πολίτες ως άβουλα όντα θα πρέπει να υιοθετήσουν τη νέα ταυτότητα που όρισε ο αφέντης για τους δούλους ή υπηκόοους.
Ποια είναι η νέα (;)μας ταυτότητα;
Ο Υπουργός Παιδείας είναι κατηγορηματικός (4/11/2009) :
«Η ταυτότητά μας είναι αδιαπράγματευτη. Η γλώσσα μας είναι δεδομένη.Και τα δύο βγαίνουν από τον πολιτισμό που οι αρχαίοι Έλληνες έφεραν στην Κύπρο εδώ και 3.500 χρόνια».
Ελληνική λοιπόν σύμφωνα με τον Υπουργό είναι η «πολιτιστική μας ταυτότητα» με κύριο χαρακτηριστικό τη γλώσσα.
Και συμπληρώνει ο κύριος Υπουργός: «Η παιδείας μας δεν μπορεί φυσικά να είναι οτιδήποτε άλλο από ελληνική».
Ο Υπουργός λοιπόν ως φορέας της κρατικής εξουσίας αποφάσισε ότι η παιδεία και η ταυτότητά μας είναι ελληνική. Λέει κάτι σημαντικό; Όχι. Τα ίδια ακριβώς λέει και ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος. Αυτά είναι λόγια του αέρα.

Το ερώτημα λοιπόν είναι : ποιο νέο περιεχόμενο αποδίδει στην ελληνικότητα ο κ. Υπουργός πέρα από κοινοτυπίες;

Δηλώνει ο κ. Υπουργός:
«η παιδεία της Κύπρου μας πρέπει να χαλυβδώσει τη βούλησή μας να ζήσουμε σε ένα πολυπολιτισμικό κράτος, όπου οι δυο κύριες κοινότητες συνεργάζονται γιατί εμπιστεύονται και σέβονται η μια την άλλη...»
Εντάξει, εδώ φαίνεται κάτι που δεν είναι και καινούριο, δηλαδή η πολυπολιτισμικότητα. Το νέο στοιχείο είναι η αντίληψη ότι μέσω της παιδείας θα πρέπει να καλλιεργείται η συνεργασία και ο αλληλοσεβασμός των δύο κοινοτήτων. Ούτε αυτό λέει κάτι σημαντικό γιατί ανεξάρτητα από την εκπαίδευση και με βάση την κοινωνική/πολιτική πραγματικότητα θα διαμορφωθούν οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων.
Την πρόσληψη της ελληνικότητας από την εξουσία συμπληρώνει η αναφορά του κ. Υπουργού(31/1/2009):
«Τα παιδιά μας πρέπει να μπορούν να μιλούν με τον Πλάτωνα, το Σωκράτη, τον Αριστοτελη για τα παντοτινά ερωτήματα της φύσης. Με τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη για την κατανόηση των δυνάμεων που ωθούν τους ανθρώπους να μεγαλουργήσουν».
Εδώ ταυτίζει ο κ. Υπουργός την ελληνικότητα με τη γνώση κάποιων αρχαίων φιλοσόφων και ιστορικών. Ούτε αυτό είναι κάτι σημαντικό. Και σήμερα μελετούνται στα σχολεία. Και μελετούνται και από Έλληνες και ξένους.Πάλι δε λέει κάτι σημαντικό ο κ. Υπουργός.
Λέει όμως εδώ:
«Οι τρεις ιεράρχες προσφέρουν ένα μοντέλο ζωής που προσδιορίζεται από τον ελληνικό ορθό λόγο, τη χριστιανική αγάπη και αλληλεγγύη, μια θεωρία για μεταλαμπάδευση αυτού του μοντέλου στους νέους.Υπέδειξε ότι η διδασκαλία και το παράδειγμα τους εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα , συμπληρώνοντας ότι «χρειαζόμαστε την αγάπη και την αλληλεγγύη του χριστιανισμού για να διατηρήσουμε την κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη».
Τι μας λέει ο κ. Υπουργός; Ότι η κοινωνική συνοχή, η ενότητα της κοινωνίας, θα επιτευχθεί με την αγάπη και την αλληλεγγύη του χριστιανισμού!!! Πιο συντηρητική και αντιδραστική άποψη δεν έχω ακούσει ούτε από χριστιανοδημοκράτες ή χριστιανοχριστιανούς. Η κοινωνική συνοχή είναι πολιτική έννοια κ. Υπουργέ. Δηλαδή θα μας ταϊζεις μαζί με το Χρσυσόστομο «το όπιο του λαού» και σεις θα νέμεστε την εξουσία ή τη δύναμη και τον πλούτο;
Η ρητορική λοιπόν της εξουσίας για την ελληνικότητα, ο νέος εθνικισμός του Υπουργού Παιδείας που δεν διαφέρει και τόσο από τον παλιό, έχει ένα και μόνο στόχο: με λεκτικές ακροβασίες να νομιμοποιήσει στην εξουσία την πολιτική και οικονομική ολιγαρχία, να συντηρήσει τον εθνικισμό σύμφωνα με τις επιταγές της εξουσίας και να ενοχοποιήσει και να περιθωριοποιήσει την κοινωνία.
Τι διαφέρει ο παλιός από το νέο εθνικισμό; Είναι διαφορετικοί οι φορείς του και οι νεόκοποι στην εξουσία είναι πάντοτε και πιο φανατικοί. Αλλά θα ξεθυμάνουν γρήγορα.Γιατί; Η κοινωνία έχει άλλα, πιο σοβαρά προβλήματα να ασχοληθεί.
Και για να είμαστε δίκαιοι: σε τι διαφέρουν ο Αρχιεπίσκοπος με τον Υπουργό; Μα στην ιστορία.Εκεί το χάσμα επί του παρόντος είναι αγεφύρωτο. Μπορεί και ως τις ευρωεκλογές. Μετά βλέπουμε. Γιατί είναι στη μέση και ο παράς και η εξουσία.

Και η κοινωνία; Απλώς ο καθένας διαλέγει τον εθνικισμό του!!! Έτσι ή αλλιώς στο περιθώριο θα είναι. Η πιο σημαντική συνεισφορά της κυβέρνησης Χριστόφια στην πολιτική και οικονομική ολιγαρχία είναι πως με προοδευτικό μανδύα κατοχύρωσε πως οι κυριαρχούμενοι θα παραμείνουν κυριαρχούμενοι. Μπράβο τους!!!

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Ο Υπουργός Παιδείας και οι άλλοι ή ο νέος εθνικισμός εναντίον του παλαιού

Ο Υπουργός Παιδείας δήλωνε στην εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΡΟΣ στις 8/5/2008:
«Θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι υπάρχει ένα κεφάλαιο στην ιστορία των δυο λαών που πρέπει να κλείσει.Ενδεχομένως το κυπριακό να είναι η τελευταία εκκρεμότητα της ελληνικής επανάστασης».
Η ανάγνωση αυτής της δήλωσης υποδηλώνει δύο πράγματα: τη βούληση του φορέα της κρατικής εξουσίας να λύσει το κυπριακό και την αντίληψή του ότι η επίλυση συνδέεται με την ιστορία και το έθνος. Αυτή η αναφορά του Υπουργού Παιδείας είναι προβληματική.
Και το πρόβλημα δημιοργείται από τη στιγμή που ο φορέας της εξουσίας συνδέει το στόχο του παρόντος – λύση του κυπριακού – με την αναδόμηση της ιστορίας και την ανανοηματοδότηση του περιεχομένου του έθνους. Είναι πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση γιατί έναν πολιτικό στόχο του παρόντος καλείται να υπηρετήσει η ιστορία και το έθνος. Δηλαδή ο φορέας της εξουσίας προκειμένου – όπως πιστεύει – να προωθήσει τον πολιτικό του στόχο, θεωρεί ότι η ιστορία θα πρέπει να επανεξεταστεί για να υπηρετήσει την όποια συγκυρία και παράλληλα να ορίσει ο ίδιος ως αυθεντικός εκφραστής το περιεχόμενο του έθνους. Σε αυτή την περίπτωση οι πολιτικοί στόχοι του παρόντος μπορούν να προωθηθούν μόνο με τη διαστρέβλωση της ιστορίας και μια νέα τεχνητή κατασκευή του περιεχόμενου του έθνους από το κράτος.!!!
Αυτή ακριβώς η κυρίαρχη λογική καταργεί την ιστορία ως επιστήμη και το έθνος ως συνείδηση της κοινωνίας.
Γι αυτό και στο ερώτημα «πώς θα λύσουμε το κυπριακό», δεν επικεντρωνόμαστε στο είδος της λύσης σήμερα, δηλαδή μια λύση που θα επικεντρώνεται στην δημιουργία του κοινού συμφέροντος όλων των Κυπρίων , κοινό συμφέρον που θα εκφραστεί μέσα από την πολιτεία που θα εγκαθιδρύσουμε. Αυτό επαφίεται να το διερμηνεύσει αυθεντικά ο ηγέτης, ο φορέας της εξουσίας. Η κοινωνία δεν έχει κάποιο ρόλο να διαδραματίσει. Έτσι περιθωριοποιείται και απερίσπαστος ο ηγέτης προωθεί τα όποια σχέδιά του.Στην εμπέδωση αυτής της λογικής οι φορείς της εξουσίας υποβοηθούνται με τη χρήση της ιστορίας και του έθνους, που λειτουργούν αποπροσανατολιστικά .Ποιος είναι ο ρόλος της κοινωνίας λοιπόν;
Ο Υπουργός Παιδείας έχει αναλάβει έναν καθοριστικό ρόλο σε αυτό τον αποπροσανατολισμό οικειοποιούμενος ως φορέας της εξουσίας την ιστορία και το έθνος. Γι αυτό και δηλώνει: «πρέπει λοιπόν αμοιβαία, να υπάρξει αλλάγή στο τρόπο με τον οποίο μιλάμε ο ένας για τον άλλο»και ότι «η παιδεία της Κύπρου μας πρέπει να χαλβδώσει τη βούλησή μας να ζήσουμε σε ένα πολυπολιτισμικό κράτος, όπου οι δυο κύριες κονότητες συνεργάζονται γιατί εμπιστεύονται και σέβονται η μια την άλλη...». Σε αυτή τη διαδικασία εμπλέκεται η αναθεώρηση της ιστορίας με χίλιες δυο αερολογίες και ο επαναπροσδιορισμός του περιεχομένου του έθνους, δηλαδή ποια θα είναι η νέα συλλογική ταυτότητα που θα μας προσδώσουν οι φορείς της εξουσίας στα πλαίσια των νέων αναγκών.
Ο ρόλος της κοινωνίας λοιπόν είναι να αποκτήσει μια νέα ιστορική μνήμη και μια νέα αντίληψη περί ελληνικότητας , να αποκαθαρτεί από τα στοιχεία του παρελθόντος που είναι επιβαρυντικά για τις στοχεύσεις των τωρινών τοπικών και διεθνών ηγεμόνων. Ο ρόλος της κοινωνίας είναι να εκπαιδευτεί σε αυτή την τελική ρύθμιση τω εθνικών/ιστορικών εκκρεμοτήτων.Ουσιαστικά με ένα νέο περίβλημα νομιμοποιείται η εθνοκρατική προσέγγιση της πραγματικότητας.
Αυτή η εθνοκρατική προσέγγιση – δηλαδή το κράτος ταυτίζεται με το πολιτικό σύστημα αλλά και με το έθνος και το έθνος ιστορείται δια του κράτους -, αυτή η συντηρητική και αντιδραστική πρόσληψη της πραγματικότητας διαιωνίζει τη χρήση του έθνους από τους φορείς της εξουσίας του κράτους για να επιτυγχάνουν τους πολιτικούς τους στόχους. Η εθνοκρατική προσέγγιση είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε κάποιους γεννά τους εθνικισμούς. Και
ο Υπουργός Παιδείας με τις διακηρύξεις του ουσιαστικά εν γνώσει ή εν αγνοία του απλώς συμβάλλει στη δημιουργία ενός νέου εθνικισμού.
Έτσι, σύμφωνα με τη βούληση των φορέων της εξουσίας και της δύναμης, προβάλλουν στο κυπριακό πεδίο δύο εθνικισμοί που συγκρούονται με πάθος και καταράζονται ο ένας τον άλλο. Ο παραδοσιακός εθνικισμός που εκφράζεται από τη εκκλησία, το ΔΗΚΟ, την ΕΔΕΚ, το ΕΥΡΩΚΟ και μια μερίδα του ΔΗΣΥ και ο εκσυγχρονιστικός εθνικισμός που εκφράζεται από το ΑΚΕΛ και την ηγεσία του ΔΗΣΥ. Όλοι αυτοί οι φορείς ανταγωνίζονται για τη χρήση του έθνους και της ιστορίας για εξυπηρέτηση των πολιτικών στόχων των φορέων της εξουσίας στον παρόντα χρόνο.
Στην ουσία αυτές οι προσεγγίσεις δεν είναι ανταγωνιστικές αλλά συμπληρωματικές.Και είναι στον ίδιο βαθμό εθνικιστικές από τη στιγμή που στηρίζονται στην ίδια ακριβώς λογική: το κράτος και οι φορείς του νέμονται και το πολιτικό σύστημα και το έθνος.
Και η κοινωνία; Έχει να επιλέξει ανάμεσα στον παλιό και το νέο εθνικισμό. Το πολιτικό πρόβλημα είναι ότι και με τον ένα και τον άλλο η θέση της δε μεταβάλλεται: ιδιωτεία και περιθώριο!!! Η ελληνοκυπριακή ηγεσία δεν καταθέτει στους πολίτες κάποια πολιτική πρόταση αλλά ούτε και έχει.
Ευτυχώς όμως έχει ο κ. Ταλάτ, ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος μαζί του. Γιατί τουλάχιστον διασώζει την πολιτική μακριά από τις εθνικιστικές κορώνες της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, παλαιο – και νεο εθνικιστικής.

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009

Ιστορία και ελληνικότητα ή η ηδονή της εξαπάτησης

Με αφορμή τις διαμάχες για την ιστορία κατ΄ ανάγκη στο λόγο των φορέων της εξουσίας διείσδυσε και το θέμα της ελληνικότητας. Αυτό ήταν αναμενόμενο γιατί όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν μια κοινή αντίληψη: το κράτος ταυτίζεται με το έθνος, η εξουσία οικειοποιείται το έθνος και το ιστορεί. Έτσι με την επίσημη ιστορία διαμορφώνει στους πολίτες ή εμφυτεύει – έτσι νομίζει - στις «ψυχές και τις συνειδήσεις» τους την εθνική συνείδηση. Δηλαδή μέσω της κρατικής εκπαίδευσης διαμορφώνεται το περιεχόμενο του έθνους. Ή το κράτος κατασκευαζει το έθνος λες και το ένα κρεατομηχανή και το άλλο κεϊμάς. Η αντίληψη αυτή είναι πίστη δεξιών και αριστερών, κεντρώων, παπάδων, ειδικών και ανειδίκευτων. Αυτή είναι η κυρίαρχη αντίληψη της πολιτικής ολιγαρχίας και όσων συναγελάζονται μαζί της.

Οι διαμάχες λοιπόν για την ιστορία και την ελληνικότητα είναι διαμάχες φορέων εξουσίας. Στη βάση των συσχετισμών δύναμης ο κάθε εμπλεκόμενος φορέας προσπαθεί άλλοτε με την αντιπαράθεση και άλλοτε με τη συναίνεση να προωθήσει τις δικές του κατασκευές ή τα δικά του συμφέροντα.

Φυσικά αυτή η προσέγγιση από πολιτική άποψη δεν περιέχει κάτι προοδευτικό. Γιατί όλοι συμφωνούν ότι το κράτος ως κάτοχος της καθολικής πολιτικής αρμοδιότητας θα καθορίσει τη συλλογική ταυτότητα των υπηκόων. Ο ρόλος των υπηκόων και της υπάκουης κοινωνίας είναι απλώς να υιοθετήσει τη συλλογική ταυτότητα που θα εφεύρει η πολιτική ολιγαρχία. Αυτό φυσικά λέγεται πολιτικός ρατσισμός!!!

Σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να μιλούμε για τη συλλογική ταυτότητα της κοινωνίας γιατί αρμόδια να την καθορίσει είναι η ίδια η κοινωνία και όχι η κρατική εξουσία. Δε θα μου πει ούτε ο Χρυσόστομος ούτε ο Τσιάκαλος ούτε το ΑΚΕΛ ούτε το ΔΗΣΥ ή το ΔΗΚΟ καιη ΕΔΕΚ ποια είναι η ταυτότητά μου. Ο κάθε πολίτης δικαιούται να προσδίδει όποια ταυτότητα θέλει στον εαυτό του και η κάθε εθνοτική ή πολιτισμική ή γεωγραφική ταυτότητα δικαιούται να διαβουλεύεται και να αποφάσιζει για το περιεχόμενο της όποιας συλλογικότητας. Το κοινό συμφέρον όλων αυτών των συλλογικότητων καθορίζεται από το είδος της πολιτείας, δηλαδή είναι πρόβλημα πολιτικό με την έννοια του πολιτικού συστήματος που θα το εκφράσει και όχι εθνοτικό, όπως προσπαθούν μα μας πείσουν οι ποικιλώνυμοι εξουσιολάγνοι και τα φερέφωνά τους.
Αυτό που στην πράξη γίνεται λοιπόν είναι απλώς μια χρήση της έννοιας του έθνους από τους φορείς της εξουσίας. Αυτή η χρήση του έθνους έχει καθαρά πολιτικό στόχο:να κατοχυρώσει ότι η πολιτική ολιγαρχία θα συνεχίσει να νέμεται την εξουσία και να περιθωριοποιεί την κοινωνία παρουσιαζόμενη ως ο αυθεντικός εκφραστής του έθνους. Η εξουσία λοιπόν στο κράτος και το έθνος στο κράτος και η κοινωνία ιδιωτεύει. Αυτός είναι ο πολιτικός στόχος των ολιγαρχικών που
θεωρούν αντίπαλο την κοινωνία και θα πρέπει να την υποτάξουν στα κελεύσματά τους.

Αυτές οι πραγματικότητες, οι μεταλαμπαδευμένες από τη συντηρητική ή εκσυγχρονιστική σχολή της δύσης, αξίζει να προσεγγιστούν στη βάση δύο άλλων πραγματικοτήτων.

Η πρώτη έχει σχέση με το κυπριακό πρόβλημα και τις προοπτικές επίλυσής του. Αυτή η εθνοκρατική προσέγγιση των φορέων της εξουσίας δε συνάδει με τις ανάγκες ενός πολιτικού συστήματος το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι εθνοκρατικό;Γιατί σε περίπτωση λύσης το πρόβλημα δε θα είναι η εθνική ταυτότητα αλλά η πολιτειακή ταυτότητα. Δηλαδή η σχέση του κάθε πολίτη ανεξάρτητα από εθνοτική καταγωγή με την κεντρική πολιτεία. Το πρόβλημα είναι καθαρά πολιτικό και όχι εθνικό. Ή αν το πούμε διαφορετικά, το πρόβλημα θα είναι η υπέρβαση της εθνοκρατικής προσέγγισης της βιούμενης πραγματικότητας.
Δηλαδή οι φορείς της εξουσίας διαμάχονται με όρους έθνους – κράτους νομίζοντας ότι υποβοηθούν έτσι τη λύση. Την ίδια στιγμή, η προοπτική της όποιας λύσης προϋποθέτει την υπέρβαση αυτής της λογικής με την οποία προσπαθούν να διαποτίσουν την κοινωνία!!! Βασικά οι φορείς της εξουσίας υποσκάπτουν αυτό για το οποίο υποτίθεται ότι αγωνίζοναι,την εξεύρεση λύσης!!!
Η δεύτερη έχει σχέση με την ιστορία και την ελληνικότητα. Δηλαδή η προσπάθεια των φορέων της εξουσίας να ορίσουν το περιεχόμενο του έθνους είτε ως ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, είτε ως την ειρηνική κουλτούρα είτε ως το έθνος της ελληνικής ή της ευρωπαϊκής παιδείας είτε ως το Θουκυδίδη, τον Ηράκλειτο ή τον Επίκουρο είτε ως παράθεση διαλεκτική διαφόρων απόψεων, οτιδήποτε τέλος πάντων. Αυτή η προσέγγιση πώς τεκμηριώνεται μέσα από τη ιστορία του ελληνισμού;
Δηλαδή πόσο ελληνική είναι η άποψη ότι οι φορείς της εξουσίας καθορίζουν το περιεχόμενο του έθνους; Αυτό είναι το πρωτεύον ερώτημα και όχι αν η εξουσία θα αποδώσει το άλφα ή βήτα περιεχόμενο στο έθνος, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι εξουσιολάγνοι.
Μάλλον θα πρέπει σε αυτό το δεύτερο ερώτημα να θεωρήσουμε ότι και οι παραδοσιακοί και οι εκσυγχρονιστές, οι εθνικιστές και ο διεθνιστές είναι ανιστόρητοι. Ή πιο σωστά ουδεμία σχέση έχουν με την ιστορία και την ελληνικότητα και τη βιούμενη πραγματικότητα των Κυπρίων, δηλαδή της κυπριακής κοινωνίας, τουλάχιστον ως το 1960.
Κοντολογής ,κύριοι εξουσιαστές, αφήστε την ιστορία και την ελληνικότητα στην ησυχία τους. Και αφήστε την κοινωνία να προσδώσει όποιο περιεχόμενο θέλει στην πολιτισμική της ταυτότητα. Δε σας αφορά. Και αυτή η πολυπολιτισμική κοινωνία έχει άλλο πρόβλημα με τους φορείς της εξουσίας. Και το πρόβλημα είναι καθαρά πολιτικό, δηλαδή αφορά τη σχέση της σύνολης κοινωνίας με την πολιτική, που επιμένετε να την οκειοποιήστε με διάφορες εθνικιστικές κορώνες άλφα ή βήτα τύπου με ένα και μόνο στόχο: να νέμεστε ανεμπόδιστα τη εξουσία και τον πλούτο και να περιθωριοποιείτε την κοινωνία. Αυτό είναι το πολιτικό πρόβλημα σήμερα και όχι η ιστορία και η ελληνικότητα.
Το συντηρητικό κατεστημένο λοιπόν ανασυγκροτείται με διάφορες κενολόγες συνθηματολογίες με στόχο να εξασφαλίσει την επιβιώσή του. Πωλούν στους πολίτες ιστορία, ελληνικότητα αλλά και ποικιλόμορφο εθνικισμό με κορώνες εκσυγχρονιστικές ή προοδευτικές ή μεταρρυθμισtικές. Το πρόβλημα για τον πολίτη – Ελληνοκύπριο ή Τουρκοκύπριο ή Αρμένιο - είναι άλλο: πώς βελτιώνει την οικονομική και την πολιτική του θέση. Πώς δηλαδή αναπτύσσει την ελευθερία του. Και ένας τρόπος υπάρχει: οι φορείς της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας να παραχωρήσουν μέρος της εξουσίας τους στους πολίτες. Γιατί μόνο με τον περιορισμό της εξουσίας των ιδιοκτητών του πολιτικού και οικονομικού συτήματος θα βελτιωθεί η θέση του πολίτη, δηλαδή θα αναπτύξει την ελευθερία του. Γιατί και το κυπριακό πρόβλημα στην ουσία του είναι θέμα ελευθερίας της σύνολης κοινωνίας. Μιας ελευθερίας που υποσκάπτεται από τους διεθνείς και τοπικούς ηγεμόνες.

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Περί της "κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης" και ο "πόλεμος" των "φιλειρηνιστών" εναντίον των "εθνικιστών"

Η διαμάχη για το στόχο της φετινής σχολικής χρονιάς φαίνεται να τερματίζεται. Μετά τη συζήτηση στη βουλή ο καθένας είπε τα δικά του, λίγο-πολύ συμφώνησαν οι πιο πολλοί με το στόχο, διαφάνηκε και η ανάγκη για διάλογο των εμπλεκόμενων πριν την λήψη της οριστικής απόφασης και άλλα τέτοια.
Από την προηγηθείσα διαμάχη διαφάνηκε ότι υπάρχουν δύο στρατόπεδα, που με βάση τις αλληλοκατηγορίες που εκτοξεύονταν, αποδίδονται με τις ονομασίες «εθνικιστές» και «φιλειρηνιστές».
Και τα δύο αυτά ιδεολογήματα δεν είναι κυπριακό φαινόμενο
. Συναντιούνται σε πολλές χώρες και είναι ο τρόπος που ο καθένας κατανοεί και ερμηνεύει την πραγματικότητα, κρατικά και υπερκρατικά.Συνιστούν μετακενώσεις ξένων αντιλήψεων στην τοπική αγορά. Και με βάση αυτές τις αντιλήψεις προσπαθούν να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν την κυπριακή πραγματικότητα, λες και σε αυτό τον τόπο δεν υπάρχει καμιά ιδιαιτερότητα.
Αυτή η διαμάχη των «εθνικιστών» με τους «φιλειρηνιστές» οδηγεί σε πολλά χρήσιμα συμπεράσματα για κατανόηση της κυπριακής πραγματικότητας,
Και ο αποδυναμωμένος εθνικισμός προβάλλει απόψεις που ανάγονται στο ιστορικό παρελθόν, τη φυλή και τον πολιτισμό. Φυσικά η εξωτερική πολιτική δε διαμορφώνεται με βάση τα πιο πάνω αλλά στη βάση του συμφέροντος και των συσχετισμών δύναμης.
Και οι εθνικιστές συγχίζουν την έννοια του έθνους με την έννοια του κράτους και δε θέλουν να εμπιστευθούν ένα πολυεθνικό κράτος γιατί βασικά δεν πιστεύουν και τόσο πολύ στον ακατάλυτο χαρακτήρα του έθνους. Τώρα, πώς ο ελληνισμός κατόρθωσε να επιβιώσει χωρίς το νεοτερικό έθνος-κράτος μέσα στο χρόνο - δημιούργημα του 1830 - δεν μπαίνουν στο κόπο να μας εξηγήσουν και φυσικά ούτε τους απασχολεί.
Και όσο οι εθνικοί πολιτισμοί υποβαθμίζονται και αυξάνεται η αβεβαίοτητα στο παρόν, τόσο καταφεύγουν σε αστειότητες. Και χρησιμοποιούν τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν οι συντηρητικοί στο 18ο και 19ο αιώνα εναντίον όμως της διαμόρφωσης των σύγχρονων εθνικών κρατών.
Και από την άλλη οι «φιλειρηνιστές» ελπίζουν ότι η εξαφάνιση των εθνών θα φέρει την ειρήνη. Φυσικά καμιά λογική δεν υπάρχει σε αυτή την προσέγγιση. Γιατί πόλεμοι γίνονταν και πριν το νεοτερικό έθνος –κράτος και ούτε αποδεικνύεται ότι ο εθνικισμός πολλαπλασίασε τους πολέμους. Και όπως μέχρι τώρα γίνονταν πόλεμοι εμφύλιοι , τίποτε δεν προεξοφλεί ότι δε θα γίνονται πόλεμοι στα πλαίσια μια υπερ- κρατικής οργάνωσης μετά από μια υποθετική κατάργηση των εθνών.
Και προσπαθούν να αποδείξουν οι «φιλειρηνιστές» ότι «καθαρά έθνη δεν υπάρχουν, ότι χάνεται ιδρώτας και αίμα για το τίποτε και η παραφροσύνη είναι πλήρης». Αυτά όλα από πολιτική σκοπιά δεν έχουν καμία απολύτως σημασία. Το ζήτημα είναι αν τα άτομα και οι κοινωνίες εντάσσουν τον εαυτό τους σε μια συλλογική ταυτότητα και αν θεωρούν ότι αυτή η συλλογική ταυτότητα – είτε κατασκεύασμα είτε ψέμα είτε μύθος – είναι η πιο αποτελεσματική για προάσπιση των συμφερόντων τους. Το πολιτικό ζήτημα δεν είναι τα κοινά στοιχεία του έθνους αλλά η πολιτική αξιοποίηση του έθνους, ποιες συνθήκες στο συγκεκριμένο χρόνο σε ωθούν να επικαλεστείς το έθνος.
Και φαίνεται να προσδοκούν οι «φιλειρηνιστές» ότι το εμπόριο και ο διάλογος θα εξαφανίσουν τα έθνη και τους πολέμους. Υποστηρίζεται λοιπόν ότι ο συνεχής κατακερματισμός της κοινωνίας σε άτομα θα κατακερματίσει τα έθνη σε άτομα και θα εξανεμίσει κάθε έννοια εθνικής συνοχής. Τα άτομα όμως δεν επιλέγουν τη συλλογική δράση με μόνο κριτήριο την οικονομική προσέγγιση του οφέλους και της ζημιάς. Εκτός από τα οικονομικά αγαθά υπάρχουν και τα πολιτικά αγαθά. Και αν πάλι το υφιστάμενο έθνος θεωρηθεί ξεπερασμένο, τότε θα πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα συλλογική ταυτότητα, δηλαδή η μελλοντική συλλογική ταυτότητα της σύνολης κοινωνίας του κράτους θα πρέπει να διευρυνθεί, ώστε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να διαμορφώσει μια νέα πολιτική οργάνωση, ένα νέο πολιτικό σύστημα. Και είναι τουλάχιστον αστείο να υποστήριξει κανείς ότι οι κατέχοντες θα κάνουν παραχωρήσεις στους μη έχοντες από μεγαλοψυχία και «κουλτούρα ειρηνικής συμβίωσης»!!!
Φαίνεται ότι η κατασκευή μύθων είναι απαραίτητη σε ψυχολογικό επίπεδο γιατί επιτρέπει στους χρήστες να εμφανίζονται ως εκφραστές υψηλών ιδεωδών. Από την άλλη τα υψηλά ιδεώδη δεν τους εμποδίζουν να φανατίζονται και να εκφράζουν μια μισαλλόδοξη συμπεριφορά. Και δεν τους εμποδίζουν καθόλου να θέλουν να επιβάλουν μια πνευματική τρομοκρατία προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Και οι «εθνικιστές» και οι «φιλειρηνιστές» μπορούν να εκφράζουν την αμοιβαία εχθρότητά τους στα πλαίσια των υψηλών ιδεωδών τους. Ίσως να πιστεύουν ότι λύνουν κάποιο πρόβλημα, όταν εκστρατεύουν ο ένας εναντίον του άλλου.
Το ανησυχητικό είναι όταν τέτοιες προσεγγίσεις υιοθετούνται από τους φορείς της κρατικής εξουσίας. Γιατί τότε δε κινούνται στη βάση της πραγματικότητας αλλά εκλαμβάνουν το επιθυμητό ως πραγματικότητα και γρήγορα οδηγούνται σε πρακτικό αδιέξοδο. Έτσι έπαθε και ο Υπουργός Παιδείας και στο τέλος μετέτρεψε το στόχο της «κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης» σε προαιρετικό. Όταν υιοθετείς στόχους άσχετους με την κοινωνική πραγματικότητα – η ειρήνη δεν είναι θέμα ειρηνικής κουλτούρας – ή στενά κομματικούς/ιδεολογικούς – να ικανοποιήσω τους φιλειρηνιστές/διεθνιστές – το αδιέξοδο είναι μπροστά σου.
Οι μύθοι είναι αποκούμπι για τους πονεμένους. Αναγκαίο στήριγμα απέναντι σε ένα οδυνηρό παρόν. Και αυτό το οδυνηρό παρόν έχει αποκλειστικά σχέση με δύο δεδομένα. Το πρώτον, η σκληρή πραγματικότητα της υπάρχουσας κατάστασης στο συσχετισμό των δυνάμεων και η πλήρης αποτυχία/ήττα της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας. Και οι «εθνικιστές» και οι «φιλειρηνιστές», συμβιβαστικοί ή ασυμβίβαστοι θα υποχρεωθούν έστω και για λίγο να κάνουν διάλειμμα στις ελπίδες τους και να δουν την άτεγκτη πραγματικότητα.